Για τη μεταρρύθμιση στην Aνώτατη Eκπαίδευση:
Το Υπουργείο κατέθεσε σε δημόσιο διάλογο ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό πλαίσιο προτάσεων, με στόχο να πετύχουμε τα αυτονόητα, που όμως παραμένουν ζητούμενα και να προσδιορίσουμε τους στόχους οι οποίοι οφείλουν να είναι οραματικοί αλλά και πραγματικοί.
Ας αρχίσουμε από τα αυτονόητα:
* Οι φοιτητές και οι καθηγητές να μπαίνουν σε Πανεπιστήμια φιλικά και ασφαλή, καθαρά, με σωστή χρήση των υποδομών που υπάρχουν και είναι σημαντικές.
* Να παράγεται και να διακινείται ελεύθερα η γνώση, η έρευνα και οι ιδέες με σεβασμό και ελευθερία έκφρασης.
* Να επιλέγεται με αξιοκρατία και να αξιολογείται συνεχώς ο καθηγητής, τόσο για το διδακτικό του έργο και από τους φοιτητές, όσο και από το ερευνητικό του έργο με διεθνείς προδιαγραφές. Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο και το ΤΕΙ δεν είναι δημόσιος υπάλληλος, είναι δημόσιος λειτουργός που οφείλει να εξελίσσεται και να πρωτοπορεί.
* Να υπάρχει σεβασμός στο δημόσιο χρήμα, έλεγχος και λογοδοσία για τη διαχείρισή του με βάση στόχους που θέτει το Ανώτατο Ίδρυμα. Στόχοι που εξυπηρετούν την επιστήμη και τη γνώση, αλλά, φυσικά και την κοινωνία και τους στόχους της χώρας.
* Να υπάρξει παρακολούθηση των σπουδών του κάθε φοιτητή, με την πολιτεία να υποστηρίζει και οικονομικά τους αδύναμους και τον καθηγητή να είναι δίπλα στον φοιτητή, να τον καθοδηγεί, να τον υποστηρίζει, να αξιολογεί τις επιδόσεις του.
* Να έχουν ποιότητα οι σπουδές, να πιστοποιούνται με διεθνείς προδιαγραφές και να δίδεται η δυνατότητα κινητικότητας των φοιτητών κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.
* Όλα τα παραπάνω οδηγούν σε πτυχίο με αξία. Αυτό που θέλουν τα νέα παιδιά, αυτό που θέλουν οι γονείς που επενδύουν τους κόπους μιας ζωής στη γνώση των παιδιών τους.
Σήμερα τα παραπάνω τα βρίσκουμε ως εξαίρεση για να επιβεβαιωθεί ο κανόνας. Η τελευταία μεγάλη ανατροπή στην Ανώτατη Εκπαίδευση έγινε το 1982. Έκτοτε έγιναν πολλές προσπάθειες με θετικά και αρνητικά αποτελέσματα.
Ο κύκλος της μεταπολίτευσης έκλεισε. Σήμερα δεν μπορεί να φαντάζει ως λύση το ότι θα αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν, αλλά ούτε ότι θα παρέμβουμε με διορθωτικές αλλαγές και μικρά βήματα που θα ικανοποιούν όλους.
Η αγωνία της ελληνικής κοινωνίας, η αγωνία των εκατοντάδων χιλιάδων νέων ανθρώπων που μπαίνουν με μεγάλο κόπο και πολλά όνειρα στα Πανεπιστήμια και ΤΕΙ, αφορά στο αποτέλεσμα.
Ο παραλογισμός φθάνει μέχρι του σημείου να συζητάμε δεκαετίες για τα επαγγελματικά δικαιώματα των ΤΕΙ και κανένας να μην παίρνει απόφαση για να μην δυσαρεστήσει τη μια ή την άλλη επαγγελματική κατηγορία.
Σήμερα, όλα τα σχέδια των Προεδρικών Διαταγμάτων για τα Επαγγελματικά Δικαιώματα που εκκρεμούσαν και για τα οποία είχε προηγηθεί δημόσια διαβούλευση και συζήτηση στην κοινή συνεδρίαση των Συμβουλίων Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, έχουν προωθηθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τον απαραίτητο νομικό έλεγχο. Η υποκρισία πήρε τέλος.
Ενώ λοιπόν στην Ελλάδα δεν υπήρξε η απαιτούμενη τόλμη για ένα τόσο αυτονόητο ζήτημα, τα τελευταία 20 χρόνια σε όλες τις χώρες της Ευρώπης (σε 22 από τις 27), έγιναν ριζικές αλλαγές στην οργάνωση των πανεπιστημίων με κεντρικό πυρήνα την αυτοδιοίκηση με κοινωνική λογοδοσία, τη σύνδεση του πανεπιστημίου με την κοινωνία και την οικονομία, τη συνεχή αξιολόγηση με στόχο την ποιότητα και την αριστεία.
Γιατί αυτό που συμβαίνει σε όλες τις χώρες της Ευρώπης δεν μπορεί να συμβεί στην Ελλάδα; Ποιους εξυπηρετεί η επίκληση της μοναδικότητας του δικού μας μοντέλου; Ποιος μπορεί να τεκμηριώσει σήμερα ότι τα πράγματα πάνε τόσο καλά και ότι τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ αποδίδουν αυτό που έχει ανάγκη η χώρα, ώστε στο να μην πάμε σε αλλαγές; Εάν συμφωνούμε σε όλα τα παραπάνω τότε είμαστε ανοικτοί σε συγκεκριμένες προτάσεις. Τέλος εποχής, όμως, για ευχολόγια, για κενές ρητορείες, τέλος ανοχής για παιχνίδια μικρών εξουσιών και συμφερόντων.
Οι προτάσεις του Υπουργείου πράγματι εμπεριέχουν μεγάλες ανατροπές. Όμως δεν υπάρχουν τα περιθώρια για πρόχειρα μπαλώματα. Η Ανώτατη Εκπαίδευση πρέπει να δικαιώσει τις προσδοκίες της κοινωνίας. Την χρηματοδοτεί η κοινωνία, ανήκει στην κοινωνία και ουδείς άλλος μπορεί να επικαλείται ιδιοκτησιακούς τίτλους. Άλλωστε, είναι η ίδια η Ακαδημαϊκή κοινότητα που διαπιστώνει πρώτη ότι το πράγμα δεν πάει άλλο έτσι. Πως υπάρχει ανάγκη μεγάλων αλλαγών, ανάγκη για αξιοκρατία, ανάγκη για απογαλακτισμό του Πανεπιστημίου από το κράτος, τα κόμματα και κάθε είδους συμφέροντα που έχουν επενδύσει στη συντήρηση και την αναπαραγωγή της σημερινής κατάστασης.
Ο διάλογος βρίσκεται σε εξέλιξη και θα είναι εξαντλητικός, αρκεί βεβαίως να συζητάμε την ουσία και να μην ζητάμε, είτε άλλοθι για να μείνουν τα πράγματα ως έχουν, είτε διάφορες δαιμονοποιήσεις, που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τη μεταρρύθμιση. Διότι ούτε μάνατζερ θα υπάρχουν, ούτε καμία ιδιωτικοποίηση πρόκειται να γίνει, ούτε δίδακτρα θα ζητηθούν από κανέναν.
Αλλά δεν είναι και δυνατόν η κοινωνία να χρηματοδοτεί με θυσίες την Ανώτατη Εκπαίδευση και να μην δίνει κανείς λογαριασμό για το πού πάνε αυτά τα χρήματα, να μη δίνει κανείς λογαριασμό ή ακόμα χειρότερο να αρνείται να δώσει στοιχεία για λειτουργίες και διαδικασίες που πρέπει να ελέγχονται από την κοινωνία.
Αυτοδιοίκηση στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ δεν σημαίνει ανεξέλεγκτες πολιτείες.
Αυτοδιοίκηση με κοινωνικό έλεγχο, με συμμετοχή διακεκριμένων προσωπικοτήτων στη διοίκηση των Πανεπιστημίων αλλά και επιλογή Πρύτανη με βάση την επιστημονική του αριστεία και την διοικητική του επάρκεια είναι αυτονόητα κεκτημένα για τις περισσότερες χώρες, ενώ εδώ δαιμονοποιούνται και λοιδορούνται.
Η εκλογίκευση, η διοικητική αποτελεσματικότητα και η διαφάνεια δεν είναι «αμερικάνικο μοντέλο», όπως λένε ορισμένοι μόνο και μόνο για να διεγείρουν αρνητικά ανακλαστικά. Είναι μοντέλο κοινής λογικής, κοινό πλέον σε όλη την Ευρώπη. Για αυτό άλλωστε και τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν γίνει αντίστοιχες αλλαγές στην Δανία, στη Σουηδία, στην Αυστρία, στην Ελβετία, στην Ολλανδία, στη Γαλλία και την Πορτογαλία. Όλες είναι προς την κατεύθυνση της αυτοδιοίκησης με λογοδοσία και την θεσμοθέτηση των δύο οργάνων, Συμβουλίου Διοίκησης με συμμετοχή και εξωτερικών προσωπικοτήτων και Συγκλήτου απολύτως υπεύθυνης για το ερευνητικό και ακαδημαϊκό έργο.
Πιστεύω, λοιπόν, πως όλοι - πολιτικά κόμματα, ακαδημαϊκή κοινότητα, κοινωνικοί εταίροι – μπορούν να έχουν υπεύθυνη και θετική συνεισφορά. Αυτό είναι και το ζητούμενο από τη διακομματική επιτροπή που συστάθηκε και λειτουργεί προκειμένου να αποδείξουμε έμπρακτα πως η Παιδεία μπορεί να είναι έξω και πέρα από τον κομματικό ανταγωνισμό. Η πόρτα της διακομματικής επιτροπής ήταν και παραμένει ανοιχτή!
Όπως ανοιχτά θα πρέπει να είναι σχολεία και πανεπιστήμια με την ευθύνη τόσο των καθηγητών που δεν δικαιούνται να θυσιάζουν προκαταβολικά ούτε μια ώρα από την εκπαίδευση των παιδιών, όσο και των πολιτικών κομμάτων που δεν είναι πλέον αποδεκτό να κλείνουν πανεπιστήμια όχι για να επιβάλλουν την πρόταση τους για το μέλλον απλά για να αρνηθούν το παρόν…